ΤΟ ΗΞΕΡΕΣ ΟΤΙ...
Τα βαφτίσια … των Χημικών Στοιχείων

Τα βαφτίσια … των Χημικών Στοιχείων

Body
Η ιστορία της ονομασίας μερικών χημικών στοιχείων με δάνεια από την ελληνική και λατινική γλώσσα.

Ο Antoine de Lavoisier, πατέρας της σύγχρονης Χημείας, υπήρξε ο νονός αρκετών χημικών στοιχείων. Επικρατούσα γλώσσα της επιστήμης την εποχή του Διαφωτισμού ήταν η ελληνική. Έτσι δεν είναι περίεργο που τα περισσότερα χημικά στοιχεία έχουν ονόματα με Ελληνική προέλευση. Αρκετά επίσης ονόματα προέρχονται από τη λατινική γλώσσα, ενώ άλλα από ονόματα επιστημόνων.

Άζωτο

7
N
Άζωτο
Nitrogen
14.007
Ο Lavoisier το ονόμασε Αzote (1775), από το ελληνικό στερητικό α- και τη λέξη ζωή, μιας και το άζωτο δε συμμετέχει στις αντιδράσεις της αναπνοής και άρα δε συντηρεί τη ζωή. Ο ρόλος του περιορίζεται σε διαλύτη του οξυγόνου έτσι, ώστε αυτό να είναι σε ανεκτή περιεκτικότητα όταν εισέρχεται στους οργανισμούς. Τo σύμβολό του προέρχεται από το πρώτο γράμμα της λέξης nitrogen (Chaptal J., 1790) από τις λέξεις νίτρο + γεννώ. Νίτρο ονόμαζαν το νιτρικό κάλιο, αλλά την εποχή αυτή δεν γνώριζαν ότι είναι το ίδιο στοιχείο. Τον όρο του Lavoisier (άζωτο) χρησιμοποιούν σήμερα οι Γάλλοι και οι Έλληνες.

Άνθρακας

6
C
Άνθρακας
Carbon
12.011
Το πρώτο γράμμα της αγγλικής ονομασίας carbon, (γαλλικά carbone), που προέρχεται από τον λατινικό όρο για τον άνθρακα carbo. Η ελληνική ονομασία άνθρακας χάνεται στα βάθη των αιώνων και απαντάται σε αρχαιοελληνικά κείμενα.

Αργίλιο

Τα δύο πρώτα γράμματα της λέξης aluminum. Το μέταλλο το ονόμασε alumium ή aluminum ο H. Davy το 1810 από τον λατινικό όρο alumen (όξινο άλας) μιας ουσίας που χρησιμοποιείτο ως στυπτική ουσία στην Ιατρική. Είναι κύριο συστατικό της Αργίλου (πηλού), από την οποίαν προέρχεται το ελληνικό όνομά του.

Ασβέστιο

20
Ca
Ασβέστιο
Calcium
40.078
Από το λατινικό Calcium, όπως το αποκάλεσε ο Davy με ρίζα από τον λατινικό όνομα του ασβέστη, calx. Στα ελληνικά ασβέστιο από το γνωστό του οξείδιο, την άσβεστο (δηλαδή, λευκό χώμα που δεν έχει σβήσει), το οποίο χρησιμοποιείται στην οικοδομική αφού «σβήσει» με νερό και δώσει τη λευκή λάσπη (σβησμένο ασβέστη).

Θείο

16
S
Θείο
Sulfur
32.08
Από τη λατινική ονομασία sulfur. Η ελληνική ονομασία θείον είναι εξέλιξη του ομηρικού θέειον προερχόμενη από το ρήμα με σημασία εκλύω καπνούς, εξαιτίας της χρήσης του ως υλικό που καιγόμενο έβγαζε καπνούς και χρησιμοποιείτο ως απολυμαντικό.

Κάλιο

19
K
Κάλιο
Potassium
39.098
Από το λατινικό kalium, που ελκύει την καταγωγή του από την αραβική λέξη al qali για τη στάχτη των φυτών. Στις λατινογενείς γλώσσες καλείται  Potassium με πρόταση του Davy, H., 1807, από την κυριότερη ένωσή του την ποτάσα (potash).

Κασσίτερος

Από το λατινικό  stannum. Αγγλικά tin και ελληνικά κασσίτερος, μάλλον, από τον σανσκριτικό kastira, δηλαδή λαμπερό. Γνωστό στον άνθρωπο πάνω από πέντε χιλιετίες.

Νάτριο

11
Na
Νάτριο
Sodium
22.990
Από το αραβικό όρο, με αιγυπτιακή προέλευση natrum. Κατά τον Davy (1807) natrium από τα λατινικά και ελληνικά. Το όνομα Sodium στις λατινογενείς γλώσσες οφείλεται στο ότι αποτελεί το συστατικό στοιχείο της πολύ γνωστής από την ποικιλία οικιακών και βιομηχανικών χρήσεων σόδαw.

Οξυγόνο

8
O
Οξυγόνο
Ojygen
15.999
Από τη λέξη oxygene. Ο Lavoisier το ονόμασε αρχικά oxygine (1777) και μετά οxygene από τις λέξεις οξύ + γεννώ, γιατί πίστευε εσφαλμένα ότι όλα τα οξέα περιέχουν οξυγόνο.

Πυρίτιο

Από το αγγλικό silicon που προτάθηκε από τον T. Thomson το 1831. Προέρχεται από το silica (οξείδιο πυριτίου) ή το λατινικό silex = πυρόλιθος. Η ελληνική ονομασία προήλθε από τον πυρόλιθο (από το πυρ) εύφλεκτη πέτρα - τσακμακόπετρα.

Σίδηρος

26
Fe
Σίδηρος
Iron
55.845
Aπό το λατινικό Ferrum. H προέλευση του ελληνικού σίδηρος, που χαρακτηρίζει μια τεράστια χρονική περίοδο 3.200 χρόνων (εποχή του σιδήρου), και του αγγλοσαξωνικού iron δεν είναι γνωστά μια και συνδέονται με τη γέννηση των πρώτων αρχαίων γλωσσών.

Υδρογόνο

1
Η
Υδρογόνο
Hydrogen
1.008
Ο Lavoisier το 1783 έδωσε το όνομα Ηydrogeneεξαιτίας της ιδιότητας του να γεννά νερό, από τους ελληνικούς όρους ύδωρ + γεννώ.

Φθόριο

9
F
Φθόριο
Fluorine
18.998
Από το αγγλικό fluorine, εξαιτίας της ρευστότητας, (fluo = ρέω) που προκαλεί στις μεταλλουργικές σκουριές (μεταλλικά οξείδια) ο φθορίτης, δηλαδή το φθοριούχο ασβέστιο, γνωστή ένωση του φθορίου με βιομηχανική χρήση. Στα ελληνικά φθόριο, από τη φθορά εξαιτίας της έντονης διαβρωτικής του ιδιότητας έναντι των υλικών με τα οποία έρχεται σε επαφή.

Φώσφορος

15
P
Φώσφορος
Phosphorus
30.974
Από το λατινικό phosphorus, το οποίο προέρχεται από τα ελληνικά φως + φέρω, δηλαδή αυτός που φέρνει φως, μια και το στοιχείο φέγγει στο σκοτάδι, αν προηγουμένως έχει εκτεθεί στο φως και αποθηκεύσει φωτεινή ενέργεια (το φαινόμενο καλείται φωσφορισμός).

Χαλκός

29
Cu
Χαλκός
Copper
63.546
Από το λατινικό cyprium ή cyprum που μαρτυρά την προέλευση του μετάλλου χαλκού από μετάλλευμα της Κύπρου όπου υπήρχε εκτεταμένη παραγωγή από το 3.000 π.Χ. και αποκλειστική περιοχή παραγωγής του, τη Ρωμαϊκή περίοδο. 

Χλώριο

17
Cl
Χλώριο
Chlorine
35.45
Από το αγγλικό chlorine. Το ονόμασε ο Davy το 1810 από τον ελληνικό όρο χλωρός δηλαδή πρασινωπός όπως το χρώμα των φυτικών ιστών.

Ψευδάργυρος

30
Zn
Ψευδάργυρος
Zinc
65.38
Από το λατινικό zincum, όπως αναφέρεται σε αλχημιστικά χειρόγραφα του 16ου αιώνα. Αντιδάνειο το ελληνικό εμπορικό όνομα τσίγγος. Στα ελληνικά ψευδάργυρος = ψευδής άργυρος, ψευτοασήμι. Στοιχείο γνωστό από την αρχαιότητα ως πρόσμιξη με το χαλκό για τον σχηματισμό του κράματος ορείχαλκου.