Mια ιστορία για κάλτσες
Η Χημεία συμβάλει στην ομορφιά με πολλούς και ποικίλους τρόπους, όπως με τα καλλυντικά, τα ζελέ, τα τεχνητά υλικά για αξεσουάρ ένδυσης, τα συνθετικά υφάσματα κ.α. Εκεί όμως που η Χημεία έφερε κυριολεκτικά «επανάσταση» ήταν στις γυναικείες κάλτσες.
Οι γυναίκες μέχρι το 1940 φορούσαν κάλτσες από μαλλί, βαμβάκι ή ρεγιόν, μια τεχνητά κατασκευασμένη ίνα κυτταρίνης, οι οποίες όμως ήταν χονδρές και άκομψες. Μόνο οι κάλτσες από μετάξι ήταν λεπτές και κομψές αλλά ήταν πολύ ακριβές και μπορούσαν να τις αγοράσουν μόνο πολύ πλούσιοι. Από τις κάλτσες που παράγονταν το 1900 το 88% ήταν βαμβακερές, το 11% ήταν μάλλινες και μόνο το 1% ήταν μεταξωτές. Το 1940 όμως μπήκε στην παραγωγή το νάιλον, το πρώτο τεχνητό νήμα, που ήταν πιο λεπτό και πιο ανθεκτικό από το μετάξι, αλλά κυρίως πολύ πιο φθηνό με αποτέλεσμα να είναι προσιτό σε όλους.
Στα 1930, ένας χημικός της εταιρείας Du Ροnt, ο Ουάλλας Xιούμ Κάροθερς, ξεκίνησε τις έρευνες για να δημιουργήσει μια ίνα ικανή να αντικαταστήσει το φυσικό μετάξι. Χρειάστηκαν 10 χρόνια και 28 εκατομμύρια δολάρια για να αρχίσει η παραγωγή του νάιλον.
Πολλοί ειδήμονες έκριναν ότι η Du Ροnt έκανε μεγάλο λάθος που ξόδεψε αυτό το υπέρογκο ποσό για ένα προϊόν ακόμα αδοκίμαστο. Άλλοι προλέγανε ανεπιφύλακτα πως η μόνη δυνατή εφαρμογή των συνθετικών ινών ήταν η ανάμειξή τους με φυσικές ίνες. Ωστόσο, χάρη στις εξαιρετικές ιδιότητες του νάιλον τον Μάιο του 1940, όταν το τεχνητό αυτό νήμα προσφέρθηκε στην κατανάλωση, οι γυναίκες σχημάτισαν μεγάλες ουρές για να αγοράσουν τις νέες κάλτσες.
Οι πεπειραμένοι μελετητές της αγοράς έμειναν κατάπληκτοι από την επιτυχία του νάιλον. Μέσα σε τέσσερις μέρες είχαν πουληθεί περισσότερα από 4 εκατομμύρια ζευγάρια, ενώ τον πρώτο χρόνο 64 εκατομμύρια ζευγάρια. Μολονότι το 90% της συνολικής παραγωγής νάιλον αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου αφορούσε στην καλτσοβιομηχανία, χρειάστηκαν δύο χρόνια και 700 εκατομμύρια ζευγάρια κάλτσες για να καλυφθεί η ζήτηση.